καταρκής

καταρκής
καταρκής, -ες (Α)
υπεραρκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αρκής (< ἄρκος, τὸ «η άμυνα»), πρβλ. δı-αρκής, επ-αρκής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταρκεῖ — καταρκέω to be fully sufficient pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρκέω to be fully sufficient pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταρκέω to be fully sufficient pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) καταρκέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”